- ἀπαρήγορος
- ἀπαρήγορος, ον,A unconsoling,
θρῆνος Epigr.Gr.344.2
([place name] Mysia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρῆνος Epigr.Gr.344.2
([place name] Mysia).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απαρήγορος — η, ο (Α ἀπαρήγορος, ον) αυτός που δεν παρηγορεί νεοελλ. ο απαρηγόρητος … Dictionary of Greek
ἀπαρήγορον — ἀπαρήγορος unconsoling masc/fem acc sg ἀπαρήγορος unconsoling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)